-
1 αποσπερματισμός
-
2 ἀποσπερματισμός
-
3 ἀποσπερματισμός
ἀποσπερμ-ᾰτισμός, ὁ, = foreg., Tz.adLyc.598.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσπερματισμός
-
4 αποσπερματισμού
-
5 ἀποσπερματισμοῦ
-
6 αποσπερματισμόν
-
7 ἀποσπερματισμόν
-
8 καρανώ
καρανώ, ἡ,A goat (Cret.), Hsch. [full] κάραξι· στρώσω, Id. [full] καραρύες, Scythian travelling-wagons, Id. [full] καράς· ο ἀποσπερματισμός, Id. [full] καραταί· κεφαλαί, Id. -
9 ἀπουσία
II waste, as in smelting ore, Arist.Mete. 383b3, Agatharch.28;τρῖψις καὶ ἀ. POxy.1273.32
(iii A.D.).III = ἀποσπερματισμός, Plu.2.364d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπουσία
См. также в других словарях:
ἀποσπερματισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπερματισμοῦ — ἀποσπερματισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπερματισμόν — ἀποσπερματισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκποίηση — η (AM ἐκποίησις) πώληση νεοελλ. πώληση όλου τού εμπορεύματος, ξεπούλημα αρχ. 1. αποσπερματισμός 2. παράδοση παιδιού σε κάποιον για υιοθεσία 3. αποπεράτωση οικοδομήματος … Dictionary of Greek
καράς — (I) ο 1. μαύρο άλογο 2. φρ. «αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς» λαϊκή κωμική έκφραση που απαγγέλλεται με στόμφο για να διακωμωδήσει άνθρωπο μεγαλοπράγμονα που υπόσχεται πολλά και μεγαλεπήβολα, αλλά δεν προφθάνει να τά… … Dictionary of Greek
αποσπερμάτιση — αποσπερμάτιση, η και αποσπερματισμός, ο το βγάλσιμο σπέρματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)